- ἀποθανέτω
- ἀποθνήσκωdieaor imperat act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) … Wikipedia
κατακληρώ — κατακληρῶ, όω (Α) 1. μοιράζω κάτι με κλήρο 2. μέσ. κατακληροῡμαι, όομαι α) παίρνω ως μερίδιό μου («τὰ δ ἐκεῑ πάντα πράγματα Φαρνάκης κατεκληρώσατο», Πλούτ.) β) συντελώ ώστε να χάσει κάποιος σε κλήρωση («ὃv ἂν κατακληρώσηται κύριος, ἀποθανέτω»,… … Dictionary of Greek